παραθυμώνω

παραθυμώνω
παραθύμωσα
1. μτβ., κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ, εξοργίζω.
2. αμτβ., θυμώνω υπερβολικά,εξοργίζομαι: Παραθυμώνεις με το τίποτε και κάνεις κακό στον εαυτό σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραθυμώνω — 1. θυμώνω παρά πολύ 2. κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”